απεκεί

απεκεί
κ. απέκει κ. απόκεις κ. απόκει (Μ ἀπεικεῑ κ. ἀπέκει) επίρρ.
Ι. τοπ.
1. από εκείνο το μέρος
2. διαμέσου εκείνου του μέρους
3. φρ. «αποκεί και πάνω» — από ένα σημείο και πέρα
II. χρον.
1. έπειτα, κατόπιν
2. από τότε κι ύστερα
III. (ως επακόλουθο) αποκεί και πέρα, επομένως
IV. (με τον σύνδεσμο και)
1. ακόμη
2. επομένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπέκει — ἀπό κέω to lie down imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απέ — 1. (ως πρόθ.) από κάτι ή από κάπου («απέ το χέρι την κρατεί») 2. (επίρρ. χρον.) κατόπιν, έπειτα («τράβα τώρα κι απέ βλέπουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτική παραλλαγή της πρόθεσης από, της οποίας η χρήση επεκτάθηκε και ευρύτερα, με πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκεί — επίρρ. 1. τοπ. από εκεί («κι αποδώ κι αποκεί») 2. χρον. κ. απέκει μετά από αυτό, έπειτα, ύστερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”